-
1 εκφερω
(fut. ἐξοίσω, aor. 1 ἐξήνεγκα - эп.-ион. ἐξένεικα, aor. 2 ἐξήνεγκον; aor. pass. ἐξηνέχθην)1) выносить(τι ἐκ τοῦ μεγάρου Her.; τινὰ πολέμοιο Hom.)
2) выносить на берегπόντου νιν ἐξήνεγκε κλύδων Eur. — его выбросила на берег морская волна:
τὸν (Ἁρίονα) δελφῖνα λέγουσι ἐξενεῖκαι ἐπὴ Ταίναρον Her. — говорят, что Ариона дельфин доставил в Тенарон3) выносить для погребения(ἐξενεῖκαί τινα καὴ θάψαι Her.; νεκρόν Eur.)
4) уносить, похищать(τρία ἄλεισα Hom.)
5) med. уносить или увозить с собой(κόμης ἀγάλματα Eur.; τὰ ἑαυτοῦ Thuc.)
6) приобретать, получать(λοισθήϊον ἄεθλον Hom.)
; med.ἐ. νίκην Her., Plut. — одерживать победу;
7) увлекать, склонять(προς ὑποψίας τινά Plut.)
; pass. быть увлекаемым, поддаваться(ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς Thuc. и πρὸς ὀργήν Soph.)
ἐκφέρεσθαι πρὸς αἰδῶ Eur. — быть склонным к почтительности:λέγων ἐξηνέχθην Plat. — я (слишком) увлекся в своей речи;ἐπὴ τέν ἀλήθειαν ἐξενεχθεὴς τῇ ὑπονοίᾳ Plut. — догадавшись в чем дело;ἐκφέρεσθαι ἐπὴ τέν μάχην Plut. — устремляться в бой;ἐκφέρεσθαι ὑπ΄ αὐτοῦ τοῦ πράγματος Arst. — следуя самому существу вопроса8) производить на свет, рождать(τὸν τῆς Δήμητρος καρπόν Her.; κύημα εἰς φῶς Plat.; σπέρμα Arst.)
9) вынашивать, донашивать(τὸ κύημα μέχρι или διὰ τέλους и εἰς τέλος Arst.)
10) выказывать, обнаруживать, проявлять(δύνασιν Eur.; κακίας μεγάλας ὥσπερ ἀρετάς Plut.; med. μέγα τι σθένος Soph.)
11) произносить(λόγον τινά Soph. - ср. 12)
12) (тж. ἐν φανερῷ ἐ. Plut.) объявлять, открывать, рассказывать, разглашать(τέν ἐπιχείρησιν Her.; τὸν λόγον τινός Plat. - ср. 11; εἰς τοὺς Ἕλληνας τὰ ἁμαρτήματά τινος Isocr.)
οὔποτ εἰς Ἕλληνας ἐξοισθήσεται ὡς … Eur. — никогда среди греков не будет речи о том, что …;ἐ. ἐπὴ γέλωτί τι Plut. — выносить что-л. на посмеяние13) излагать, выражать(πλεῖστον νοῦν ἐν βραχυτάτῃ λέξει и βραχέως τι Plut.)
γνώμην κατὰ τὠυτὸ ἐκφέρεσθαι Her. — высказывать единогласное мнение14) представлять, предъявлять(δεῖγμα Dem. и δεῖγμα εἰς φῶς Plat.; μαρτυρίας τινός Dem.)
15) представлять, предлагать, вносить на утверждениеἐ. ὅρον τινός Arst. — предлагать определение чего-л.16) выпускать в свет, публиковать(διὰ μέτρων τι Arst.; Ἀριστοφάνης τὰς Νεφέλας ἐξέφερε Plut.)
τὸ τέλος ἐ. Plut. — издавать указ17) вводить (во всеобщее употребление), изобретать, создавать(τέν ἰατρικήν Diod.)
18) обращать, направлять(τὸ μῖσος εἴς τινα Polyb.)
ἐ. πόλεμον πρός τινα Xen., Arst., Plut., τινι Polyb., ἐπὴ τέν χώραν Her. и ἐπί τινι Plut. — идти войной на кого-л.19) приводить к концу, исполнять(τὸ μισθοῖο τέλος Hom.; τὸ μόρσιμον Pind.; ἐς ὀρθὸν τὰ μαντεύματα Soph.)
20) приводить(τινὰ ἐν τῇ σκέψει Plat.)
ἐνταῦθ΄ ἐξηνέχθην εἰς ἅπερ Πρωταγόρας λέγει Plat. — я вынужден сказать как Протагор21) грам. med. оканчиватьсяἐ. ἐπιρρηματικῶς — иметь наречное окончание22) выбегать вперед, опережатьἥ ἅμαξα τὸν βοῦν πολλάκις ἐκφέρει погов. Luc. — повозка часто опережает быка, т.е. все ставится вверх дном -
2 εισωθεν
Iпреимущ. ион. и староатт. ἔσωθεν adv.1) изнутри(ἔ. ἐκ τοῦ μεγάρου Her.; ἥ κίνησις γίνεται ἔ. Arst.)
2) внутри(ὀδόντας ἔχειν Arst.)
II(ναοῦ Eur.)
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Καράτσι — I (Carracci). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών ζωγράφων του 16ου 17ου αι. από την Μπολόνια. Ο Λοντοβίκο Κ. (Lodovico, 1555 – 1619) ήταν μαθητής του Πρόσπερο Φοντάνα. Φιλοτέχνησε τα έργα Μεταστροφή του αγίου Παύλου (1587, πινακοθήκη της Μπολόνια),… … Dictionary of Greek
Τίρυνθα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας. Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα… … Dictionary of Greek
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο … Dictionary of Greek
Κρεμλίνο — (ρωσ. Kreml). Το κεντρικό οχυρωμένο τμήμα των ρωσικών πόλεων της φεουδαρχικής περιόδου, αντίστοιχο των ακροπόλεων των αρχαίων ελληνικών πόλεων. Συνήθως βρισκόταν σε υπερυψωμένο σημείο και συχνά στην όχθη ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Το Κ.… … Dictionary of Greek
Μπερνίνι, Τζαν Λορέντσο — (Gian Lorenzo Bernini, Νάπολη 1598 – Ρώμη 1680). Ιταλός αρχιτέκτονας, γλύπτης, ζωγράφος και σκηνογράφος. Είναι, μαζί με τον Μπορομίνι και τον Ρούμπενς ένας από τους μεγάλους δημιουργούς του μπαρόκ. Εκτός από μια σύντομη περίοδο τον πρώτο καιρό… … Dictionary of Greek
Τισιανός, Βετσέλιο — (Tiziano, Πιέβε ντι Καντόρε περίπου το 1487 – Βενετία 1576). Ιταλός ζωγράφος. Αν και γύρω στο 1508 09 ο Τ. εργαζόταν στο Εργαστήριο των Γερμανών στη Βενετία μαζί με τον Τζορτζιόνε, ο πίνακας της Αμβέρσας με τον Επίσκοπο Γιάκοπο Πέζαρο που… … Dictionary of Greek
Φλωρεντία — (Firenze). Πόλη (351.600 κάτ. το 2003) της Ιταλίας, στον Άρvo, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.192.193 κάτ., 3.880 τ. χλμ.) και της Τοσκάνης. Η Φ., ρωμαϊκό οχυρό που χτίστηκε στους πρόποδες του ετρουσκικού Φιέζολε, αναπτύχθηκε τον 11o αι.,… … Dictionary of Greek
Τιέπολο, Τζαμπατίστα — (Tiepolo, Βενετία 1696 – Μαδρίτη 1770). Ιταλός ζωγράφος. Μαθήτευσε στο εργαστήριο του Γκρεγκόριο Λατζαρίνι, γρήγορα όμως άρχισε να εργάζεται για δικό του λογαριασμό, επηρεαζόμενος περισσότερο από τον Τζαμπατίστα Πιατσέτα και τον Σεμπαστιάνο Ρίτσι … Dictionary of Greek